Page images
PDF
EPUB

ΠΡΟΛΟΓΟΣ.

Τὸ δοκίμιον τοῦτο ἐγράφη ἀμέσως μετὰ τὰς ἐνώπιον τῆς ἐν Εϊδελβέργη νομικῆς σχολῆς ἐξετάσεις μου καὶ πρὸς συμπλήρωσιν αὐτῶν. Ἡ σχολὴ ἐκείνη μὲ ἐπέτρεψε νὰ τὸ γράψω Ελληνιστὶ διὰ νὰ κατασταθῇ εὐχρηστότερον εἰς τοὺς περὶ τὰ τοιαῦτα ἀσχολουμένους ὁμογενεῖς. Πραγματευόμενος δὲ τὸ ζήτημα εἰς τὴν πάτριον γλῶσσαν, ἐνόμισα χρέος μου νὰ δώσω τὴν λύσιν αὐτοῦ καὶ κατὰ τὸ ἐν Ἑλλάδι ἰσχύον βυζαντινὸν δίκαιον, εὔελπις, ὅτι τὸ ἔργον θέλει ἀποκτήσει τοιουτοτρόπως ὁπωσοῦν περισσότερον διάφορον. Ἀλλὰ ζῶν μακρὰν τῆς Ἑλλάδος καὶ διδαχθεὶς τὴν ἐπιστήμην εἰς ξένην γλῶσσαν, ἦτο ἀδύνατον νὰ ἠξεύρω τοὺς διὰ τὰ διά. φορα τῆς ἐπιστήμης ἀντικείμενα ἐν μέρει μὲν ἀνευρεθέντας ἐν μέρει δὲ καὶ δημιουργηθέντας τεχνικοὺς ὅρους· τούτου ἕνεκα ἠναγκάσθην νὰ ἀναζητήσω τοὺς εἰς τὸ βυζαντινὸν δίκαιον εὑρισκομένους, ἀφ' ἑνὸς μὲν διὰ νὰ ἀποφύγω τὸν ὄχι σπανίως ἀτυχῆ πρὸς κατασκευὴν λέξεων ἀγῶνα, ἀφ' ἑτέρου δὲ ἐλπίζων, ὅτι τινὲς ἐκ τῶν ὅρων τούτων δὲν θέλουσιν ἴσως φανῆ ἐντελῶς ἀνάξιοι παραδοχῆς. Περὶ δὲ τὴν ἐργασίαν ταύτην μ' ἐβοήθησεν ἰδίως ἡ ἀκριβὴς τῶν πηγῶν τοῦ Βυ ζαντινοῦ δικαίου γνῶσις τοῦ ἀξιοτίμου φίλου μου Εδουάρδου Ζαχαρίαι.

Χρεωστῶ πρὸς τούτοις νὰ προσθέσω σύντομον ἐξήγησιν περὶ τῶν παραθέσεων τῶν πηγῶν τοῦ Ρωμαϊκοῦ δικαίου. Συνήθως εἰς τὴν Γερμανίαν αἱ πηγαὶ αὗται παρατίθενται

προτιθεμένων τῶν τεμαχίων (Lex, ὡς τὰ ὀνομάζουσι πολλοὶ, ἀδίκως βέβαια) ἐξ ὧν συνίσταται το Corpus juris, επου μένου ἀμέσως τοῦ θέματος τοῦ τεμαχίου καὶ ἐν τέλει τοῦ βιβλίου καὶ τίτλου, ἐν οἷς τὸ τεμάχιον εὑρίσκεται. Ἀλλ ̓ ὁ τῆς παραθέσεως οὗτος τρόπος, ἐναντίος τοῦ παραδεδεγμένου ὡς πρὸς τοὺς κλασσικοὺς τῆς ἀρχαιότητος συγγραφεῖς, δὲν εἶναι βεβαίως εὔλογος, καθ ̓ ὅτι ὁ ἀναζητῶν τὰς παραθέσεις ἀπαντᾶ κατὰ πρῶτον τὸν ἀριθμὸν τοῦ τεμαχίου, ἀριθμὸν ἄχρηστον εἰς αὐτὸν, μὴ γνωρίζοντα εἰσέτι τὸν τοῦ βιβλίου καὶ τίτλου, ἔνθα τὸ τεμάχιον κεῖται. Εκτὸς τούτου, ἐπειδὴ μετὰ τὸ τεμάχιον ἔρχεται ὁ τοῦ θέματος ἀριθ. μὸς, προκύπτει τὸ ἄτοπον, ὅτι ὁ ἀναζητῶν τοὺς παρατεθειμένους νόμους ὀφείλει νὰ ἀρχήσῃ ἀπὸ τὸ τέλος τῆς παραθέ σεως, νὰ μεταβῇ μετὰ ταῦτα εἰς τὴν ἀρχὴν καὶ τελευταῖον εἰς τὸ μέσον ταύτης. Γράφων εἰς τὴν Ἑλληνικὴν γλῶσσαν καὶ χάριν τῶν Ἑλλήνων ἰδίως, ἐνόμισα ὅτι δύναμαι καὶ ὀφείλω νὰ παρατρέξω τὴν μέθοδον ταύτην, ἥτις εἰς τὴν Γερμανίαν ἄλλον λόγον ὑπὲρ ἑαυτῆς δὲν ἔχει εἰμὴ τὴν παρ ἡμῖν ἔτι μὴ ὑπάρχουσαν συνήθειαν, καὶ νὰ ἀκολουθήσω τὸ ἔθος τῆς τῶν κλασσικῶν συγγαφέων παραθέσεως, ἀρχόμενος ἀπὸ τοῦ μεγαλητέρου (του βιβλίου) καὶ τελευτῶν εἰς τὸ μικρότερον (τὸ θέμα).

Καὶ ταῦτα μὲν περὶ τῆς γλώσσης καὶ τοῦ μηχανισμοῦ τῶν παραθέσεων καθ ̓ ὅσον δὲ ἀφορᾷ τὸ πραγματικὸν μέρος, ἐλπίζω ὅτι οἱ περὶ τὰ τοιαῦτα ἐπιστήμονες, ἂν εὕρωσι τὰς γνώμας μου ἐσφαλμένας, θέλουν εὐαρεστηθῆ νὰ μὲ διακοινώσωσι τοῦτο, ἐκθέτοντες καὶ τοὺς λόγους των.

Εν Αθήναις, τὴν 1 Ιουνίου 1839.

ΠΕΡΙ

ΤΗΣ ΕΠΙΡΡΟΗΣ ΤΩΝ ΤΥΧΗΡΩΝ (ΤΗΣ ΤΥΧΗΣ) ΕΙΣ ΤΑ ΣΥΝΑΛΛΑΓΜΑΤΑ.

S. 1.

Εἰσαγωγή.

ΜΕΤΑΞὶ τῶν πολλῶν ὅσα ἀμφισβητοῦνται ἔτι εἰς τὸ Ρωμαϊκὸν Δίκαιον, πρέπει νὰ καταταχθῇ καὶ τὸ ζήτημα, ποίας συνεπείας ἐπιφέρουν τὰ τυχηρὰ εἰς τὰ συναλλάγμα τα; (1) Τὸ ζήτημα τοῦτο ἔρχομαι νὰ ἐξετάσω εἰς τὴν παροῦσαν πραγματείαν, καὶ κατὰ τὸ Ῥωμαϊκὸν Δίκαιον τὸ ἐπικρατοῦν σήμερον εἰς τὴν Γερμανίαν ὡς κοινὸν δίκαιον, (jus commune), καὶ κατὰ τὸ Βυζαντινὸν τὸ ἰσχύον ἔτι ἐν τῇ Ελλάδι. Καὶ ἀνερευνῶν τὰς διατάξεις του Βυζαντινοῦ Δικαίου, θέλω μὲν ἔχει πρὸ ὀφθαλμῶν μου τὸν ἁρμενόπουλον, ὅστις εἶναι, κατὰ τὸ ἄρθρον 1 τοῦ ἀπὸ 23 Φεβρ. (7 Μαΐου) 1835 Βασιλικού Διατάγματος, ὁ προσωρινὸς παρ' ἡμῖν πολιτικὸς κώδηξ, ἀλλ ̓ ἐπειδὴ περιέχει κατ' ἐπιτομὴν τὸ Βυζαντικόν Δίκαιον τῆς ἐποχῆς του, χρεία, ὅπου σιωπᾷ, νὰ ἀναπληρωθῇ ἐκ τῶν πηγῶν του, καὶ τούτου ἕνεκα ἀνέτρεξα εἰς τὰ Βασι λικὰ καὶ τὸν Πρόχειρον νόμον.

(1) Διὰ τῆς λέξεως συναλλάγματα, ἐννοῶ τὰ παρὰ τῶν Γερμαν νῶν λεγόμενα Vertrage, ἑπομένως καὶ τὰ συναλλάγματα ἰδίως (contra ctus) καὶ τὰ σύμφωνα (pacta).

§ 2.

Περὶ τῆς λέξεως «τυχηρά.»

Πρὸ πάντων πρέπει νὰ δώσωμεν τὸν ὁρισμὸν τῆς λέξεως τυχηρὰ κατὰ τὸ Ρωμαϊκὸν Δίκαιον, ἐπειδὴ ὁ ὁρισμὸς αὐτῆς κατὰ τὸ φυσικὸν δίκαιον δὲν εἶναι τοῦ προκειμένου (2). Ὁ Ρωμαῖος νομοδιδάσκαλος Γάϊος ἀποκαλεῖ τὰ τυχηρὰ vim majorem, quam Græci Θεοῦ βίαν (3) appellant (4), ἤτοι ἀνωτέραν δύναμιν, τὴν ὁποίαν οἱ Ἕλληνες ὀνομάζουν Θεοῦ βίαν· καὶ ἀλλαχοῦ πάλιν (5) ὁ αὐτὸς νομοδιδάσκαλος χαρακτηρίζει τὰ τυχηρά casum majorem, cui humana infirmitas resistere non potest, ὅ ἐςι ἀνωτέραν περίπτωσιν, · εἰς ἣν ἡ ἀσθενὴς τοῦ ἀνθρώπου φύσις ἀδυνατεῖ ν' ἀντισταθῇ. Τὸ Ρωμαϊκὸν λοιπὸν Δίκαιον ὀνομάζει τυχηρὰ πάντα τὰ ἀπὸ τῆς θελήσεως τοῦ ἀνθρώπου ἀνεξάρτητα, καὶ ἑπομένως πᾶν ὅ,τι ἡ ἀνθρώπινος δύναμις δὲν ἐμπορεῖ νὰ προϊδῇ καὶ νὰ ἐμποδίση (6).

(2) Καὶ πόσον δύσκολος εἶναι ὁ τοιοῦτος ὁρισμός! ἰδὲ καὶ ὅρα περὶ τῆς καλουμένης τύχης λέγει ὁ Rotteck εἰς τὴν γενικὴν ἱστορίαν Τομ. Ι. S. 9.

(3) Πιθανώτατον αἱ δύω αὗται λέξεις Θεοῦ βία, τῶν ὁποίων ἡ ἔννοια δὲν εἶναι πολλὰ σαφής, νὰ ἦναι παραφθορὰ τῆς λέξεως θεομηνία, ἥτις ἀπαντᾶται καὶ εἰς τοὺς Βυζαντινοὺς νόμους. Πρόχειρ. νόμος Τίτλ. 17 Κεφ. 19. Αρμενόπουλος Βιβλ. 3. Τιτλ. 8. Κεφ. 7, χωρία, τὰ ὁποῖα εἶναι μετάφρασις τοῦ προκειμένου διγέστου..

(4) Βιβλ. 19. Τιτλ. 2. δίγεστον 25 θέμα 6. Βασιλικῶν ΧΧ. 1. 25, ἔκδοσις Φαβρότου, Τιμ. ΙΙ. Σελ. 427.

(5) Βιβλ. 44. Τιτλ. 7 δίγεστον 1. θέμα 4. Ιδὲ προσέτι καὶ Βιβλ. 39. Τιτλ. 2. διγ. 34 θέμα 4.

(6) Τὸν ὁρισμὸν τοῦτον ἀποδέχονται καὶ ὅλοι οἱ συγγραφεῖς, εἶον, Muchlenbruch, Doctrina Pandectarum Τομ. I. §. 83. Thibaut, Pandesteurecht Toμ. I. §. 161. Σημ. m. Mackeldey — § 344.

« PreviousContinue »