Page images
PDF
EPUB

οἱ συγγράψαντες περὶ τοῦ Ῥωμ. Δικαίου. Οἱ ἀρχαιότεροι μάλιστα, χωρὶς νὰ παραδέχωνται ἀρχὴν μίαν ὡς πρὸς ὅλα τὰ συναλλάγματα, θέτουν κατὰ τὰ διάφορα εἴδη αὐτῶν διαφόρους κανόνας, Π. Χ. « Τὰ τυχηρὰ ὁ δεσπότης ἐπιγινώσκει » (casum sentit dominus), καὶ · τὸ ὀφειλόμενον εἶδος κατὰ τύχην ἀφανισθὲν στερεῖται ὁ εἰς ὃν ὀφείλεται » (species debita casu perit cui debetur). Εις τίνα δὲ συναλλάγματα δίδουν τὴν λύσιν τοῦ ζητήματος ἁπλῶς χωρὶς νὰ τὴν δικαιολογοῦν διά τινος ἀρχῆς (17). Εἶναι πρόδηλον ὅτι ἡ μέθοδος αὕτη ἐπιφέρει δυσκολίας, καὶ πολλάκις σύγχυσιν, διότι Π. Χ. ἐκ τῶν δύω προαναφερθέντων κανόνων ὁ μὲν πρῶτος, ἂν καὶ καθ ̓ ἑαυτὸν ὀρθὸς, δὲν δύναται νὰ ἐφαρμοσθῇ εἰς οὐδὲν συνάλλαγμα, ὁ δὲ δεύτερος ἰσχύει μόνον ὡς πρὸς τὰ συναλ λάγματα, τὰ ἀφορῶντα εἶδος τι καὶ ἑπομένως δὲν εἰμπορεῖ νὰ χρησιμεύσῃ ὡς ἀρχὴ γενικὴ δι ̓ ὅλα.

Εἶπον, ὅτι ὁ πρῶτος ἐκ τῶν κανόνων τούτων, δὲν εἶναι ἐφαρμοσέος εἰς τὰ συναλλάγματα· τοῦτο γίνεται δῆλον ἀπὸ αὐτὰς τὰς λέξεις « τὰ τυχηρὰ ὁ δεσπότης ἐπιγινώσκειν καὶ τῳόντι, ἂν ὁ δεσπότης τοῦ πράγματος, καθ ̓ ἑαυτὸν θεωρού μενος, δὲν ἔχῃ σχέσιν μὲ πρόσωπον ἀλλὰ μὲ πρᾶγμα, 5 τί κοινὸν μεταξὺ αὐτοῦ καὶ τοῦ συναλλαττομένου, ὅς τις ἀπέ κτησε δίκαιον κατὰ προσώπου; Ἀλλὰ περὶ τοῦ ἀνεφαρμό στου τοῦ κανόνος τούτου, ἀποδειχθέντος ἀρκούντως παρ ̓ ἄλο λων (18), δὲν ἐκτείνομαι περισσότερον· ὅτι δὲ ὁ δεύτερος

(17) Π. Χ. ὁ Hepfner ἐν τῷ Commentar. zu den Heineccischen Institutionen S 761.

(18) δὲ Wachter εἰς τὸ Archiv fürcivilist. Praxis Τομ. 15. Τετρ. 1. Σελ. 117-138. Ἀπὸ τὰς πολλὰς περιστάσεις, καθ' ἂς ἡ ἐφαρμογὴ τοῦ

δὲν δύναται νὰ χρησιμεύσῃ ὡς γενικὴ ἀρχὴ, τοῦτο ἐξάγεται ἐξ αὐτοῦ τούτου, ὅτι ὁ κανὼν λαλεῖ μόνον περὶ ἀναντικαταστάτου πράγματος (res non fungibilis), ἐν ᾧ γνωστὸν εἶναι πόσον σημαντικὴν θέσιν κατέχουν εἰς τὰ συναλλάγματα τὰ ἀντικαταστατὰ πράγματα (res fungibilis).

57.

Συνέχεια γνῶμαι τοῦ Thibaut, Mühlenbruch, Guyet, καὶ Rosshirt.

ἄλλοι νεώτεροι συγγραφεῖς, μεταξὺ τῶν ὁποίων ὑπάρχουσι καὶ ἄνδρες γηράσαντες εἰς τὸν ὑπὲρ ἀληθείας καὶ δικαίου εὐω κλεῖ ἀγῶνα, ἀποῤῥίπτουσιν ὁλοτελῶς τὴν γνώμην, τὴν ὁποίαν

κανόνος τούτου ήθελεν ἐπιφέρει τὰ μέγιστα ατοπήματα, ἀρκοῦμαι νὰ ἀναφέρω μίαν. Γνωστὸν εἶναι, ὅτι ὅταν, μὴ χρεωστῶν, δώσῃ τις κατὰ δικαίαν πλάνην (ex errore excusabili), ἔχει τὸ δικαίωμα νὰ ἀπαιτήσῃ τὸ δοθέν διὰ τῆς τοῦ κατὰ πλάνην καταβληθέντος χρέους αἰτήσεως· ἐν τούτοις ὅμως ὁ λαμβάνων γίνεται δεσπότης τοῦ ληφθέντος. Αλλ' ὑποθετέον, ὅτι τὸ ληφθὲν εἶναι πρᾶγμα ἀναντικατάστατον καὶ κατὰ τύχην ἀφανίζεται (casu desinit existere in rerum natura). Ποῖον ἀφορᾷ ἐνταῦθα ὁ κίνδυνος; Κατὰ τὸν περὶ οὗ ὁ λόγος κανόνα, ἔπρεπε νὰ ἀπαντήσωμεν, ὅτι ἀφορᾶ τὸν λαβόντα, διότι αὐτὸς κατέστη δεσπότης τοῦ πράγματος, τοῖς δὲ τυχηροῖς ὁ δεσπότης ὑπόκειται, ἄρα καὶ ἀφανισθέντος τοῦ πράγματος, ἐμπορεῖ ὁ λαβὼν νὰ ἐνα χθῇ διὰ τῆς αἰτήσεως τοῦ κατὰ πλάνην καταβληθέντος χρέους πρὸς πληρωμὴν τουλάχιστον τῆς τιμῆς τοῦ ληφθέντος· καὶ μολοντοῦτο αἱ πηγαὶ τῆς νομοθεσίας περιέχουν ἀντίθετον ἐντελῶς ἀπόφασιν, δηλαδὴ ὅτι ὁ λαβὼν δὲν εἰμπορεῖ νὰ ἐναχθῇ τὴν ἀπόφασιν ταύτην εὑρίσκομεν εἰς τοῦ Ἰουλιανοῦ τὸ 1ο Βιβλίον των Πανδεκτών, Cum is, qui Pamphilum aut Stichum debet, simul utrumque solvcrit, si postea, quam utrumque solverit, aut uterque, aut alter ex his desierit in rerum natura esse, nihil repetet; id enim remanebit in soluto, quod superest, Βιβλ. 12. Τίτλ. 6. Δίγ. 32. προοίμιον.

προτίθεμαι νὰ ὑποστηρίξω μὲ πλήρη πεποίθησιν τῆς ὀρθότητός της, καὶ τὴν ἀποῤῥίπτουσι χωρὶς νὰ θέσωσιν οὐδεμίαν ἀρχὴν κανονίζουσαν τὰς τῶν τυχηρῶν συνεπείας εἰς ὅλα τῶν συναλλαγμάτων τὰ εἴδη. Καί τινες μὲν φρονοῦντες (19), ὅτι εἰς τὰς ἐπὶ δόσει ἐνοχὰς, ὁ ἐκ τύχης κωλυθεὶς εἰς τὴν ἐκπλήρωσιν τῆς ὑποσχέσεώς του, δὲν ἔχει τὸ δικαίωμα να ζητήση τὸ ἀντὶ τοῦ ὑποσχεθέντος χρεωστούμενον, παραδέχονται ὡς κανόνα μὲν τὴν γνώμην ταύτην, ὡς ἐξαιρέσεις δὲ τὰς ἐναν τίας αὐτῆς ἀποφάσεις τῶν Ῥωμαϊκῶν νόμων ὡς πρὸς τὸ συνάλλαγμα τῆς πράσεως καὶ ἀγορασίας (contractus emtionis, venditionis). Οἱ αὐτοὶ συγγραφεῖς διακρίνουσιν εἰς τὰς ἐπὶ ποιήσει ἐνοχὰς (20) τὴν πληρωθεῖσαν ἤδη ἀπὸ τὴν μόνον ὑποσχεθεῖσαν ἀντιμισθίαν, φρονοῦντες, ὅτι κατὰ μὲν τὴν πρώτην περίστασιν, ὁ δεχθεὶς τὴν ἀντιμισθίαν δὲν εἶναι ὑπόχρεως νὰ τὴν ἀποδώσῃ, ὅπου δήποτε καὶ ἂν συνέβησαν τὰ κωλύσαντα τὴν ὑποσχεθεῖσαν πρᾶξιν τυχηρά· εἰς δὲ τὴν δευτέραν περίστασιν (21) διακρίνουσι πάλιν τὰ τυχηρὰ τὰ συμβάντα εἰς τὸν ὑποσχεθέντα τὴν ποίησιν, ἀπὸ τὰ συμβάντα εἰς τὸν αἰτήσαντα τὴν ποίησιν, ἀποφαινόμενοι, ὅτι εἰς μὲν τὴν πρώτην περίπτωσιν, ὁ ὑποσχεθεὶς τὴν ποίησιν δὲν δύναται, εἰς δὲ τὴν δευτέραν δύναται ν' ἀπαιτήσῃ τὴν ἀντιμι σθίαν.

(19) Π. Χ. Thibaut Pandecten Τομ. Β. Σελ. 31. 32. 33. (20) Thibaut αὐτόθι.

(21) ἄλλοι, ἀποῤῥίπτοντες τὴν πρώτην ταύτην διάκρισιν μεταξὺ ὑποσχε θείσης καὶ δοθείσης ἀντιμισθίας, ὡς ὁ G. I. Guyet εἰς τὰς χειρογράφους διασαφήσεις τοῦ Wening Ingenheim § 30, 31 Τόμου 4. νομίζουν ὅτι, καίτοι δοθείσης τῆς ἀντιμισθίας, ὁ δόσας ἐμπορεῖ πάντοτε νὰ τὴν ἀπαιτήσῃ, ὁσάκις ὁ λαβὼν αὐτὴν ἀδυνατεῖ ἐκ τύχης νὰ ἐκπληρώσῃ τὴν ὑπόσχεσίν του.

Ο δὲ Muehlenbruch (22) διακρίνει,

1) ἐνοχὰς ἐπὶ παραχωρήσει δεσποτείας πράγματος τινὸς, καὶ διισχυρίζεται μὲν, ὅτι κατὰ τὰς γενικὰς περὶ δικαίου ἀρχὰς, ὁ ἐκ τυχηρᾶς ἀπωλείας τοῦ πράγματος ἐμποδισθεὶς νὰ τὸ παραχωρήσῃ, δὲν ἔχει τὸ δικαίωμα νὰ ζητήσῃ, ἢ νὰ κρατήσῃ τὸ ἀντὶ τοῦ ὀφειλομένου πράγματος ὑπὸ τοῦ ἄλλου ὑποσχεθέν, ἢ δοθὲν, ἀναγνωρίζει δὲ, ὅτι τὸ ῥωμ. Δίκ, ὡς πρὸς τὸ συνάλλαγμα τῆς πράσεως παρεδέχθη τὴν ἐναντίαν ἀρχήν

2) ἐνοχὰς ἐπὶ παραχωρήσει χρήσεως πράγματός τινος ἐνταῦθα νομίζει, ὅτι ὁ κωλυθεὶς ἐκ τύχης νὰ παραχωρήση τὸ πρᾶγμα, δὲν ἐμπορεῖ νὰ ζητήσῃ ἀπὸ τὸν ἕτερον τὴν συμφωνηθεῖσαν ἀντιμισθίαν·

3) ἐνοχὰς ἐπὶ ποιήσει, καὶ ἐνταῦθα διατείνεται, ὅτι ὁ κωλυθεὶς εἰς τὴν ἐκπλήρωσιν τῆς ὑποσχέσεώς του, ἂν ἡ ἰδία αὑτοῦ ῥᾳθυμία δὲν ἐπέφερε τὸ κώλυμα, ἔχει τὸ δικαίωμα νὰ ἀπαιτήσῃ τὴν ἀντιμισθίαν ἀπὸ τὸν ἕτερον.

ὁ δὲ Rosshirt τέλος (23) παραδέχεται μὲν τὴν ἀνωτέρω ὑπ' ἀρ. 1. μνημονευθεῖσαν γνώμην τοῦ Muehlenbruch, διαιρεῖ δὲ τὰ λοιπὰ συναλλάγματα εἰς δύω κλάσεις, τὰ μὲν γεννῶντα ἐνοχὴν ἐπὶ ποιήσει, τὰ δὲ ἐπὶ δόσει· καὶ ἐπὶ μὲν τῶν πρώτων νομίζει, ὅτι ὁ ὑποσχεθεὶς τὴν ποίησιν καὶ κω· λυθεὶς ἐκ τύχης νὰ τὴν ἐκπληρώσῃ δὲν δύναται νὰ ἀπαιτήση τὴν ἀντιμισθίαν, ἂν τὸ κώλυμα ἐπῆλθεν εἰς τὸν ἴδιον, καὶ τὴν ἀπαιτεῖ ἂν τὸ κώλυμα ἐπῆλθεν εἰς τὸν ἕτερον· ἐπὶ δὲ τῶν δευτέρων παραδέχεται ὡς ἀξίωμα, ὅτι ὁσάκις τὰ τυ χηρὰ κωλύσωσι τὸν ἕτερον τῶν συναλλαττομένων νὰ ἐκπλη

(22) Lehrbuch des Pand. rechts. S 365.
(93) Εἰς τὸν Mackeldey S. 341. ἔκδοσις 11,

ρώσῃ τὴν ἐνοχήν του, ἀπολύεται καὶ ὁ ἄλλος τῆς ἰδικῆς του ἐνοχῆς.

Αἱ ἀνωτέρω ἐκτεθεῖσαι γνῶμαι ἔχουν τοῦτο κοινὸν, ὅτι οἱ εἰς τὸ συνάλλαγμα τῆς πράσεως καὶ ἀγορασίας ἀναφερόμενοι νόμοι (Σημ. 3ο καὶ 3ι) θεωροῦνται κατ ̓ αὐτὰς ὡς εἰδικαὶ διατάξεις μὴ ἐφαρμοστέαι εἰς τὰ λοιπὰ συναλλάγματα. Αλο λὰ τάχα δὲν εἶναι ὀρθώτερον καὶ λογικώτερον νὰ θεωρήσωμεν τοὺς νόμους τούτους ὄχι ὡς εἰδικὰς διατάξεις, ἀλλ ̓ ὡς κανόνα ἐφαρμοστέον εἰς ἅπαντα τὰ συναλλάγματα;

Τοιαύτη εἶναι ἡ γνώμη μου, καὶ ἂν εὐτυχήσω εἰς τὴν ἀπόδειξιν αὐτῆς, νομίζω ὅτι ἐξ αὐτῆς ταύτης τῆς ἀποδείξεως, ἐξάγεται ἡ ἀναίρεσις τῶν ἐναντίων γνωμῶν.

$ 8.

Συνέχεια γνώμη του Wachter.

Κατὰ τοὺς νεωτέρους χρόνους ὁ καθηγητής Wachter ἐπρότεινε δύω κανόνας, τοὺς ὁποίους θεωρεῖ ἀποχρώντας πρὸς λύσιν τοῦ προκειμένου ζητήματος. Ἰδοὺ οἱ κανόνες οὗτοι· « περὶ τῶν ἀδυνάτων οὐδεμία ἐστὶν ἐνοχή» (impossibilium nulla obligatio est), καὶ « τὰ τυχηρὰ οὐδεὶς ἐπιγινώσκει» (casus ad nullo praestantur.) Η πρότασις αὕτη εἶναι μέγα ἤδη βῆμα πρὸς εὕρεσιν τῆς ἀληθείας τόσῳ μᾶλλον, ὅσῳ αἱ δύω κανόνες εὑρίσκονται ῥητῶς εἰς τὸ κείμενον τῶν Νόμων (24), καὶ τοῦτο ἀναμφιβόλως εἶναι σημαντικὸν ὑπὲρ τῆς προτάσεως τοῦ Κ. Wachter μαρτύριον.

Ἀλλ ̓ ἡ γνώμη αὕτη, κατὰ τὴν ὁποίαν ὁ ἐκ τύχης κωλυόμενος τοῦ νὰ δώσῃ ὅ,τι ὑπεσχέθη, δικαιοῦται νὰ ἀπαιτήσῃ

(24) Βιβλ. 50. Τιτλ. τη. διγ. 185 και 23.

« PreviousContinue »